- ἀρτηρίῃ
- ἀρτηρίαwind-pipefem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρτηρίη — ἀρτηρία wind pipe fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσυρίζω — και αττ. τ. ὑποσυρίττω ΜΑ συρίζω ελαφρά (α. «ὑποσυρίττειν ἐναρμόνιον», Ευστ. β. «ἡ ἀρτηρίη μόλις ἀναπνεούσῃ ὑπεσύριζε», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + συρίζω «σφυρίζω, παράγω συριστικό ήχο»] … Dictionary of Greek